ἀρέσεις

ἀρέσεις
ἄρεσις
good pleasure
fem nom/voc pl (attic epic)
ἄρεσις
good pleasure
fem nom/acc pl (attic)
ἀρέσκω
make good
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀρέσκω
make good
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χίλια — Ν 1. άκλ. δέκα εκατοντάδες 2. (με αρθρ. πληθ.) τα χίλια ο παραπάνω αριθμός και η συμβολική παράσταση του 3. (με αρθρ. εν.) το χίλια το χιλιοστό έτος 4. (ως επίρρ.) χίλιες φορές, χιλιάκις («και χίλια να τ αρέσεις», Ερωτόκρ.) 5. φρ. «με χίλια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”